- συλλοχισμός
- συλλοχισμόςparallel arrangement ofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συλλοχισμός — ὁ, Α [συλλοχίζω] 1. σύνταξη στρατεύματος κατά λόχους 2. απογραφή σε κατάλογο κατά λόχους … Dictionary of Greek
ξυλλοχισμός — συλλοχισμός , συλλοχισμός parallel arrangement of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)